Είκοσι χρόνια μετά, οικογένειες Ασσυρίων επιστρέφουν από το Βέλγιο στα χωριά τους στο Σιρνάκ

Είκοσι χρόνια μετά, οικογένειες Ασσυρίων επιστρέφουν από το Βέλγιο στα χωριά τους στο Σιρνάκ

Είκοσι χρόνια μετά, οικογένειες Ασσυρίων επιστρέφουν από το Βέλγιο στα χωριά τους στο Σιρνάκ

Είκοσι χρόνια μετά, οικογένειες Ασσυρίων επιστρέφουν από το Βέλγιο στα χωριά τους στο Σιρνάκ

Τουρκία: Επιστρέφοντας στο χωριό τους από το οποίο είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν τη δεκαετία του '90, επτά ασσυριακές οικογένειες είναι ευτυχείς που επιτέλους μπόρεσαν να επιστρέψουν στα εδάφη τους, στους πρόποδες του όρους Κούντι, στην επαρχία Σιρνάκ.

Οι εμπρησμοί χωριών και η αναγκαστική εκκένωση ήταν μια συνήθης πρακτική της Τουρκίας στη δεκαετία του 1990, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.

Το χωριό Κιοσρελί (Hesana), στους πρόποδες του όρους Κούντι, είναι ένα από τα περισσότερα από 4.000 χωριά που εκκενώθηκαν τότε στην περιοχή, για λόγους «ασφάλειας».

Πολλοί χωρικοί έγιναν πρόσφυγες. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν στο στρατόπεδο προσφύγων Μαχμούρ στο Ιρακινό Κουρδιστάν και κάποιοι μετανάστευσαν στην Ευρώπη, αφήνοντας πίσω τους τα σπίτια τους.

Παραπάνω από 25 χρόνια αργότερα, επτά ασσυριακές οικογένειες επέστρεψαν στα χωριά τους.

Οι οικογένειες που επέστρεψαν έχουν ξαναχτίσει τα κατεστραμμένα σπίτια τους και έχουν επισκευάσει τους ιερούς χώρους τους, έτσι ώστε πλέον, η ατμόσφαιρα της εγκατάλειψης που επικρατούσε στο χωριό, έχει διαλυθεί με την πάροδο του χρόνου.

Αν και επικρατεί σιωπή το χειμώνα λόγω κάποιων οικογενειών που ξεχειμωνιάζουν σε άλλα μέρη, το χωριό παραμένει ιδιαίτερα ζωντανό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ωστόσο, οι οικογένειες εξακολουθούν να αισθάνονται την κρατική καταπίεση στο χωριό τους.

Δεν μπορούν όλοι να μπουν στο χωριό, το οποίο έχει ένα σημείο ελέγχου χωροφυλάκων (τζανταρμάδων) στην είσοδό του. Οι άνθρωποι που δεν εγκρίνονται από τους χωροφύλακες δεν μπορούν για παράδειγμα να παρακολουθήσουν γάμους ή εορτασμούς στο χωριό.

Όσοι θέλουν να πάνε στο χωριό, μπορούν να εισέλθουν μετά από έλεγχο στη βάση δεδομένων ασφαλείας, ενώ τα ονόματά τους πρέπει επίσης να εγκριθούν και από τον δήμαρχο του χωριού. Άτομα που δεν εγκρίνονται από τον δήμαρχο πρέπει να φύγουν. Οι ντόπιοι θεωρούν αυτή τη στάση ταπεινωτική, αλλά προτιμούν να παραμένουν σιωπηλοί, καθώς τουλάχιστον είναι σε θέση να επιστρέψουν στα σπίτια τους μετά από δεκαετίες εξορίας.

Η Χιννά Κοτσούν επέστρεψε στο χωριό πριν από ένα χρόνο με τον σύζυγό της και τα πέντε παιδιά της.

«Η ζωή μας εδώ όταν πρωτο-επιστρέψαμε ήταν πολύ δύσκολη, γιατί υπήρχε φτώχεια, υπήρχε καταπίεση. Δεν υπήρχε καν γιατρός στο χωριό. Χρησιμοποιήσαμε πρωτόγονες μεθόδους παραγωγής, για παράδειγμα καθώς σπέρνουμε τα σιτηρά».

Τώρα είναι πολύ χαρούμενη που επέστρεψε στο σπίτι της.

«Σε μένα και στον σύζυγό μου, μας είχε λείψει η πατρίδα μας. Ακούσαμε ότι τέσσερις ή πέντε άλλες οικογένειες επέστρεψαν και είπαμε: «Θα πάμε κι εμείς». Είμαστε ανακουφισμένοι. Υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουμε, έχουμε φίλους εδώ».

«Οι άνθρωποι επιστρέφουν σιγά σιγά στη γενέτειρά τους. Κάποιοι έρχονται και μένουν μόνο το καλοκαίρι. Θα θέλαμε πραγματικά να ξαναχτιστεί το χωριό μας όπως πριν, και θα θέλαμε να επιστρέψει μόνιμα ο κόσμος».