Είναι ο Ερντογάν ειλικρινής για τη στροφή του προς την Ε.Ε. και τις μεταρρυθμίσεις;

Είναι ο Ερντογάν ειλικρινής για τη στροφή του προς την Ε.Ε. και τις μεταρρυθμίσεις;

Είναι ο Ερντογάν ειλικρινής για τη στροφή του προς την ΕΕ

Είναι ο Ερντογάν ειλικρινής για τη στροφή του προς την Ε.Ε. και τις μεταρρυθμίσεις;

Του İhsan Dağı

Το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που βιώνουμε και βλέπουμε και σε αυτό που ακούμε, έρχεται κόντρα στη λογική και διαλύει την αίσθηση της «πραγματικότητας». Και κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν, για να μην πιστέψουμε ότι ζούμε σε άλλη χώρα, καθώς ακούμε το τελευταίο διάστημα από τους κυβερνώντες και πάλι τις λέξεις“Το μέλλον μας είναι στην Ευρώπη”, “Ο στρατηγικός μας στόχος είναι η είσοδος στην ΕΕ“, “Μια νέα σελίδα ανοίγει για τις μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία…” κλπ.

Υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι για την επιστροφή στη ρητορική της ΕΕ και τη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις. Ο ένας αφορά την οικονομία και ο άλλος αφορά την εξωτερική πολιτική.

Η πορεία της οικονομίας είναι κακή και οι προσδοκίες δεν είναι αισιόδοξες. Φυσικά, η κυβέρνηση γνωρίζει πώς η οικονομία μπορεί να συντρίψει την πολιτική. Με μια βυθισμένη οικονομία, είναι δύσκολο για την κυβέρνηση να κερδίσει εκλογές.

Η οικονομική διαχείριση άλλαξε, δημιουργήθηκε μερική εμπιστοσύνη στις αγορές. Η νέα διοίκηση της οικονομίας, που θέλει να εκμεταλλευτεί αυτήν την ευκαιρία, θέλει να εγκαταλείψει τη σκληρότητα της εξωτερικής πολιτικής και να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Η νέα διοίκηση της τουρκικής οικονομίας υπολογίζει ότι θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη των εγχώριων και ξένων χρηματοοικονομικών κύκλων στην κυβέρνηση και θα επιταχυνθεί η εισροή ξένων κεφαλαίων που απαιτείται για την επιστροφή της οικονομίας και τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, με την εμφάνιση της αναζωογόνησης των σχέσεων με την ΕΕ.

Να σημειωθεί ότι η πολιτική που ακολούθησε το ΑΚΡ τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης στο θέμα της Ε.Ε. και των μεταρρυθμίσεων, εξασφάλισε ρεκόρ ξένων επενδύσεων και ροών κεφαλαίου στην Τουρκία.

Τα πρώτα τρία χρόνια μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., οι ξένες επενδύσεις στην Τουρκία έφθασαν τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια . Τώρα προσπαθούν να διογκώσουν τα πανιά και επιταχύνουν τον πλου του καραβιού με μια παρόμοια «στρατηγική».

Είναι ρεαλιστικό; Όχι.

Ίσως τα μέλη της κυβέρνησης να το έχουν καταλάβει από τις τόσες φορές που το έχουν ακούσει: Το ξένο κεφάλαιο δεν μπορεί να έρθει σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει κράτος δικαίου, όπου το δικαίωμα στην ιδιοκτησία δεν γίνεται σεβαστό και όπου η ξενοφοβία και η εχθροπάθεια τροφοδοτείται συνεχώς. Επιπλέον, το να παρουσιάσουμε ότι ξεκινά μια νέα περίοδος στις σχέσεις με την Ε.Ε., δεν πείθει το ξένο κεφάλαιο. Ο ξένος επενδυτής εξετάζει συγκεκριμένα δεδομένα, μελλοντικές προβλέψεις και πρόσφατες επιδόσεις. Ένα παράδειγμα; Η απόφαση της Volkswagen να σταματήσει την επένδυσή της στην Τουρκία.

Συμπέρασμα 1: Εκείνοι που θέλουν να προσελκύσουν το ξένο κεφάλαιο και προσποιούνται ότι και πάλι “αγκαλιάζουν” την ΕΕ και τις μεταρρυθμίσεις,  πρώτα στέλνουν πλαστά μηνύματα, μετά κάνουν δύο «λεγόμενες μεταρρυθμίσεις». Όταν όμως δεν ανταποκρίνεται ούτε η Ε.Ε. ούτε το ξένο κεφάλαιο και η κυβέρνηση δεν εξασφαλίζει αυτά που προσδοκούσε, τότε θα επιστρέψουμε ταχύτατα στα παλιά.

Ένας δεύτερος λόγος που η κυβέρνηση πήρε στο στόμα της το θέμα της Ε.Ε. και των μεταρρυθμίσεων, είναι ο υπολογισμός της Άγκυρας ότι η αναθέρμανση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε., μπορεί να φρενάρει ή να εξισορροπήσει τις κυρώσεις των ΗΠΑ προς την Τουρκία. Είναι αυτό δυνατόν; Και αυτό δεν φαίνεται ρεαλιστικό.

Στις ΗΠΑ ξεκινά η διοίκηση Biden. Αυτή τη νέα περίοδο οι «διατλαντικές» σχέσεις θα αποκατασταθούν. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα κινηθούν εκ νέου από κοινού στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές τους. Ποια θα είναι λοιπόν η θέση της Τουρκίας μετά από μια τέτοια εξέλιξη;

Οι κυρώσεις των ΗΠΑ θα συνεχιστούν. Όσον αφορά την Ε.Ε., σε μια περίοδο που σε ολόκληρη τη Δύση εξαπλώνεται η «ανησυχία για τη Ρωσία». η Ε.Ε. δεν πρόκειται να συμπεριφερθεί «θερμά» σε μια Τουρκία στην οποία οι  ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις επειδή προμηθεύτηκε από τη Ρωσία το σύστημα S400. Αντίθετα, μπορεί να λάβει στήριξη από τις ΗΠΑ και να σκληρύνει τη στάση της στα θέματα της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Συμπέρασμα 2: Όταν η κυβέρνηση συνειδητοποιήσει ότι δεν αποδίδει τα αναμενόμενα η πολιτική της «επαναπροσέγγισης» με την Ε.Ε. που έχει ως στόχο να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις των ΗΠΑ, σύντομα θα εγκαταλείψει τα γλυκά λόγια προς την Ε.Ε. και τις υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις και θα επιστρέψει στα «κριτήρια της Άγκυρας».

Υπάρχουν επίσης «εσωτερικοί» λόγοι για τους οποίους το εγχείρημα της αναθέρμανσης του στόχου της Ε.Ε. και των πραγματικών μεταρρυθμίσεων δεν είναι εφικτό.

Τα τελευταία 10 χρόνια, η Τουρκία «κλείστηκε στον εαυτό της». Με την εθνικιστική καταιγίδα που ξέσπασε, αυξήθηκε το μίσος στους ξένους και με τα ρωσικά και κινέζικα ανοίγματα, η εχθρότητα προς τη Δύση έφτασε στο αποκορύφωμά της. Και αυτό δεν συνέβη μόνο στην εκλογική βάση της κυβέρνησης, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.

Τώρα πλέον το θέμα της ένταξης στην Ε.Ε. δεν έχει τη στήριξη που είχε τις αρχές της δεκαετίας του 2000 από μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Λαμβάνει υποστήριξη μόνο από το ήμισυ της κοινωνίας.

Εν ολίγοις, δεν υπάρχει μεγάλο πολιτικό όφελος από την αναζωογόνηση της πολιτικής υπέρ της εισόδου στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα, με βάση την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στους ψηφοφόρους του, είναι πλέον σοβαρός πολιτικός κίνδυνος για το AKP να “φαίνεται ότι είναι υπέρ της ΕΕ”. Ενώ η υποστήριξη των ψηφοφόρων του AKP για ένταξη στην ΕΕ τη δεκαετία του 2000 έφτανε το 80 τοις εκατό, τώρα είναι περίπου στο 30 τοις εκατό. Πιο συγκεκριμένα, είναι απίθανο τον εκδημοκρατισμό και τις δικαϊκές μεταρρυθμίσεις που θα προχωρήσουν με την πορεία προς την ένταξη στην ΕΕ να τις υποδεχτούν με «χαρά» οι ψηφοφόροι του AKP.

Υπάρχει επίσης ο παράγοντας MHP. Οι ψηφοφόροι του AKP, μερικοί από τους οποίους έχουν ήδη στραφεί στο MHP, θα πλησιάσουν ακόμα περισσότερο τον Μπαχτσέλι όταν πιστέψουν ότι η κυβέρνηση βλέπει σοβαρά την ΕΕ και είναι αποφασισμένη να κάνει μεταρρυθμίσεις.

Συμπέρασμα 3: Υπό αυτές τις πολιτικές συνθήκες, δεν είναι δυνατόν το ΑΚΡ να θέλει στα σοβαρά να στραφεί προς την ΕΕ και να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για τις μεταρρυθμίσεις.

Και το πιο σημαντικό. Θέλει πραγματικά η κυβέρνηση να αναζωογονήσει τη διαδικασία της ΕΕ και να επιτύχει τον στόχο της;

Το AKP ήταν πολύ ενθουσιώδες στα πρώτα του χρόνια. Είπαν ακόμη και τη φράση «Θέλουμε έναν καθολικό γάμο με την ΕΕ». Πραγματοποιήθηκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις τα πρώτα χρόνια, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την πλήρη ένταξη. Ναι, αλλά ακόμη και αυτά τα χρόνια, αυτό που κινητοποιούσε το AKP δεν ήταν το ίδιο το θέμα της εισόδου στην ΕΕ, αλλά η επιδίωξη για το άνοιγμα ενός χώρου για τον εαυτό του στην εγχώρια πολιτική και τη δημιουργία μιας βάσης για τη νομιμοποίησή του. Τα δύο προηγούμενα (ισλαμιστικά) κόμματα, των οποίων αποτελεί τη συνέχεια, είχαν απαγορευθεί από το κράτος. Ήταν ο “αντίπαλος” του συστήματος και το σύστημα τα απέβαλε. Ήταν μια ανωμαλία για το σύστημα. Επομένως, η προτεραιότητα του ΑΚΡ ήταν να παραμείνει όρθιο και να γίνει αποδεκτό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ΑΚΡ απεκδύθηκε το πουκάμισο της “Εθνικής Άποψης” (milli görüş) γνώμης, δήλωσε ότι το πολιτικό Ισλάμ είναι νεκρό και πέτυχε την υποστήριξη διαφόρων κύκλων. Αλλά ακόμα το «σύστημα» έβλεπε το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές και κατέλαβε την εξουσία με υποψία, σχεδόν δεν το θεωρούσε «νόμιμο». Κάτω από αυτές τις συνθήκες μιας «υπαρξιακής κρίσης» το ΑΚΡ έκανε, για λόγους κομματικά οφελιμιστικούς, στόχο του την είσοδο στην ΕΕ.

Οι προσδοκίες της ΕΕ από την Τουρκία, ως υποψήφιας προς ένταξη χώρας ήταν προφανείς. Ενίσχυση του κράτους δικαίου, τερματισμός της απαγόρευσης λειτουργίας των κομμάτων, τερματισμός της επιρροής του στρατού στην πολιτική, ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών κ.λπ. Όμως, τι σύμπτωση, σ’ εκείνη την περίοδο, όλα τα παραπάνω ήταν και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και το ίδιο το νέο κυβερνών κόμμα. Η απαίτηση της Ε.Ε. να μην απαγορεύεται η λειτουργία κομμάτων, προστάτευε το ίδιο, το κράτος δικαίου προστάτευε τους ισλαμιστές ψηφοφόρους του ΑΚΡ και η απαγόρευση ανάμειξης του στρατού στην πολιτική και πάλι προστάτευε το ΑΚΡ και τον Ερντογάν. Έτσι η κυβέρνηση έκανε αυτό που απαιτούσε η Ε.Ε. και αυτό που βόλευε και την ίδια.

Και έτσι, εκείνοι που κατηγορούσαν όλους τους άλλους, εκτός από τους εαυτούς τους, ως “υποχείρια και ενεργούμενα της Δύσης”, άρχισαν τώρα οι ίδιοι να βαδίζουν προς τη Δύση.

Επιπλέον, ενώ το έκαναν αυτό, αντιλήφθηκαν άλλα δύο πράγματα.

Πρώτον, η απαίτηση της ΕΕ για “μεταρρυθμίσεις”, τους έδινε τη δυνατότητα να κάνουν εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που εξυπηρετούσαν το ΑΚΡ και τον Ερντογάν, αφού μετά απ’ αυτές το σύστημα δεν θα είχε πλέον τη δυνατότητα να τους υπονομεύσει.

Δεύτερον, η «πολιτική μεταρρυθμίσεων», που νομιμοποιούνταν και δικαιολογούνταν από τον στόχο της ΕΕ, εξασφάλιζε νέους συμμάχους στο κόμμα, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Μια πολύ μεγάλη ομάδα ανθρώπων, όπως οι δημοκρατικοί, οι φιλελεύθεροι, οι θιασώτες της οικονομίας της αγοράς και εκείνοι που ήθελαν η Τουρκία να γίνει μέρος του σύγχρονου κόσμου, στήριξαν το ΑΚΡ. Το AKP, παίρνοντας μαζί του αυτούς νέους συμμάχους, τους δημοκράτες, τους φιλελεύθερους και τους ευρωπαϊστές, δημιουργούσε ένα τείχος προστασίας γύρω του.

Αυτήν την περίοδο, στην κατάσταση που είναι το ΑΚΡ, έχει ανάγκη όλους αυτούς; Όχι φυσικά.

Επομένως, δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε από την κυβέρνηση να υλοποιήσει την υπόσχεση για αναθέρμανση του στόχου της ΕΕ και της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων.

Πηγή: diken.com.tr