Τουρκία και Δύση: η ώρα του μετεκλογικού ρεαλισμού

Του Κώστα Ράπτη

Όχι μόνο συνομίλησαν από το πρώτο 24ωρο, αλλά ανανέωσαν το ραντεβού τους για την επόμενη εβδομάδα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και ο Τούρκος ομόλογός του αναζήτησαν σημεία επαφής ευθύς μόλις ο τελευταίος επικύρωσε την πολιτική ηγεμονία του στο εσωτερικό με την κατάκτηση μίας ακόμη πενταετούς προεδρικής θητείας.

Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο Μπάιντεν, ο μεν συνομιλητής του ήγειρε το θέμα της αγοράς αμερικανικών μαχητικών F-16 από την Τουρκία, ενώ ο ίδιος έφερε στο επίκεντρο την άρση του τουρκικού βέτο στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Το περίγραμμα ενός quid pro quo, το οποίο θα σηματοδοτήσει την επανεκκίνηση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων έχει συνεπώς περιγραφεί δημοσίως.

Η Ατλαντική Σύνοδος στο Βίλνιους τον Ιούλιο δίνει και τον χρονικό ορίζοντα των πρωτοβουλιών που θα πρέπει να αναληφθούν συντόμως. Άλλωστε η αναθεώρηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας της Σουηδίας δίνει στον Ερντογάν το κατάλληλο πρόσχημα για να άρει τις αντιστάσεις του. Το ότι η εμπλοκή στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ έριξε σε δεύτερη μοίρα το θέμα των ρωσικών συστημάτων S-400 που έχει προμηθευτεί η Τουρκία, είναι χαρακτηριστικό. Κανείς δεν έχασε φορτώνοντας διαρκώς την ατζέντα…

 

 

Ο μετεκλογικός ρεαλισμός καταλαμβάνει τη θέση των ζωηρών αποκηρύξεων του Ερντογάν από τον δυτικό τύπο – όπου ο χαρακτηρισμός “δικτάτορας” μάλλον θα χρησιμοποιείται σπανιότερα στο εξής.

Αλλά και οι ιθύνοντες της Άγκυρας δεν έχουν πλέον λόγο να μην υποστείλουν τη ρητορική του αντιαμερικανισμού, στην οποία στηρίχθηκε μεγάλο μέρος της προεκλογικής τους εκστρατείας – χωρίς αυτό πάντως να σημαίνει ότι εγκαταλείπουν τους ταυτοτικούς τους προσδιορισμούς ή τις φιλοδοξίες τους περί γεωπολιτικής αυτονομίας. Άλλωστε, κατά έναν ιδιόμορφο τρόπο, η ατλαντική σχέση της Τουρκίας δεν τίθεται διαζευκτικά προς τις σχέσεις που καλλιεργεί με τις ευρασιατικές δυνάμεις, αλλά προϋποτίθεται ως ασφαλιστική δικλείδα, επιτρέποντας στην Άγκυρα να αντικρίζει ισότιμα τους νέους της συνομιλητές.

Και προς αυτούς ακριβώς στρέφονται τώρα οι ανησυχίες του Ερντογάν, καθώς η μεγάλη εκκρεμότητα του Συριακού γίνεται όλο και πιο πιεστική, μετά και τη βαρύτητα που απέκτησε στις τουρκικές εκλογές η αντιπροσφυγική ψήφος. Ενισχυμένος από την επάνοδο της χώρας του στον Αραβικό Σύνδεσμο, ο Μπασάρ αλ Άσαντ θα επιμείνει στην αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη συριακή επικράτεια ως όρο για την αποκατάσταση των σχέσεων, χρησιμοποιώντας, αν χρειαστεί, και το χαρτί της ενδεχόμενης ενσωμάτωσης των μαχητών των αυτονομημένων κουρδικών περιοχών στις ένοπλες δυνάμεις του.

Η Ρωσία, πάλι, διαχειρίζεται τις λεπτές ισορροπίες της με τον Ερντογάν σε τρία διαφορετικά (αλλά κατά βάθος αλληλένδετα) “μέτωπα”, αυτά της Συρίας, της Ουκρανίας και του Καυκάσου, ενώ δια της κατασκευής του πυρηνικού σταθμού του Ακουγιού κρατά το “καρότο” της ενεργειακής απεξάρτησης της Τουρκίας. Οι προεκλογικές χάρες προς τον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας (ανανέωση της συμφωνίας για τα ουκρανικά σιτηρά, αναβολή των πληρωμών εισαγόμενου φυσικού αερίου κ.ο.κ.) είναι πολύ χαρακτηριστικές, αλλά δεν λένε όλη την ιστορία.

Η Ε.Ε., πάλι, είναι μερικώς αφοπλισμένη έναντι του Ερντογάν. Οι εκλογικές του επιδόσεις μεταξύ των Τούρκων της Γερμανίας και της Γαλλίας είναι ένα ηχηρό μήνυμα, ενώ η πιθανότητα αναζωπύρωσης του προσφυγικού δεν έχει φύγει από τον ορίζοντα. Η μεγαλύτερη χειρονομία που θα μπορούσε να κάνει ο Ερντογάν για να ικανοποιήσει την ευρωπαϊκή πλευρά είναι και η λιγότερο πιθανή, διότι άπτεται των εσωτερικών συσχετισμών της Τουρκίας. Ο λόγος για την υλοποίηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για απελευθέρωση του συνιδρυτή του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, Σελαχατίν Ντεμίρτας και του μαικήνα-ακτιβιστή Οσμάν Καβάλα.

Αλλά αποτελεί ευρύτερο ερώτημα εάν σε ένα σκηνικό αναδιάταξης της πολιτικής ζωής, μετά την αποτυχία της ετερόκλητης εξακομματικής αντιπολίτευσης, ο Ερντογάν θα επιλέξει να αφιερώσει την τελευταία του πενταετία στην επισφράγιση της “κληρονομιάς” του, υιοθετώντας ένα λιγότερο κομματικό προφίλ και προχωρώντας, σε μια ταιριαστή στον ίδιο ανατροπή, σε κινήσεις χαλάρωσης της καταστολής και ενσωμάτωσης των αντιπάλων του.