Τι σημαίνει για τη σημερινή Τουρκία η μνήμη της Αρμενικής Γενοκτονίας

Του Κώστα Ράπτη

Για δεύτερη κατά σειρά χρονιά, ο νομάρχης της Κωνσταντινούπολης απαγόρευσε τις εκδηλώσεις μνήμης της 24ης Απριλίου, επετείου έναρξης της Αρμενικής Γενοκτονίας του 1915.

Παράλληλα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου σε οργισμένη ανάρτησή του στο Twitter, ανέφερε: “Οι πολιτικοί τσαρλατάνοι που προσπαθούν να διαστρεβλώσουν την ιστορία ξανά στη σκηνή! Η ιστορία δεν μπορεί να ξαναγραφτεί με πολιτικές δηλώσεις. Οι καιροσκόποι που επιμένουν σε αυτή τη στάση θα μείνουν στη μνήμη για τα απώτερα κίνητρα και την υποκρισία τους. Κανένας δεν μπορεί δώσει μάθημα ιστορίας στο Μεγάλο Τουρκικό Έθνος”.

Μολονότι από την ανάρτηση έλειπαν οι ονομαστικές αναφορές, το κρατικό πρακτορείο Anadolu τιτλοφόρησε καταλλήλως την είδηση ως “απάντηση Τσαβούσογλου στον Μπάιντεν”. Και όλα αυτά, παρότι το καθιερωμένο επετειακό μήνυμα του Αμερικανού προέδρου για τα δεινά του αρμενικού λαού απέφευγε επιμελώς, σε συμφωνία με την επίσημη πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης, την λέξη “γενοκτονία”, η οποία έχει όχι μόνο ιδιαίτερη συμβολική φόρτιση, αλλά και νομικές συνεπαγωγές.

 

Η “Πλατφόρμα Μνημόνευσης της 24ης Απριλίου” που διοργάνωνε τις εκδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη σε ανακοίνωσή της τονίζει: “Είναι απαράδεκτη η απαγόρευση όταν ρατσιστικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις πραγματοποιούνται ελεύθερα, όταν όσοι εξακολουθούν να δαιμονοποιούν τους απογόνους των Αρμενίων και Ασσυρίων που σκοτώθηκαν το 1915 και συνεχίζουν να αποξενώνουν τις μειονοτικές κοινότητες με ρατσιστικό λόγο μίσους κυκλοφορούν ελεύθερα”.

Πράγματι, η περσινή και φετινή απαγόρευση των εκδηλώσεων μνήμης δίνει το μέτρο της σκλήρυνσης και της εθνικιστικής μετατόπισης του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο σε παλαιότερες εποχές προσέγγιζε με λιγότερο φοβικό τρόπο ό,τι στην Τουρκία αποκαλείται κομψά “τα γεγονότα του 1915”. Ως πρωθυπουργός μάλιστα ο Ερντογάν είχε φθάσει να αποστέλλει μήνυμα συμπαράστασης προς την τουρκο-αρμενική κοινότητα – φροντίζοντας παράλληλα, εννοείται, να αποσείσει κάθε μνεία της λέξης “γενοκτονία” και να παραπέμψει την αξιολόγηση των γεγονότων σε μια “μη πολιτικοποιημένη” μελέτη από μέρους “ειδικών”. Έστω και έτσι, όμως, πραγματοποιούσε ένα άνοιγμα – με το βλέμμα στραμμένο όχι μόνο στην απόκρουση διεθνών πιέσεων για την αναγνώριση της γενοκτονίας ή στη δυνάμει προσοδοφόρο εξομάλυνση των σχέσεων με τη Δημοκρατία της Αρμενίας, αλλά και στην αλλαγή των όρων συζήτησης στην ίδια την Τουρκία, με σχετικοποίηση της νεοτουρκικής/κεμαλιστικής κληρονομιάς.

Η ειρωνεία της Ιστορίας θέλησε έκτοτε να έχουν αντιστραφεί οι όροι. Η υιοθέτηση αδιάλλακτης στάσης στο ζήτημα της Αρμενικής Γενοκτονίας συμπίπτει με έναν προεκλογικό αγώνα στον οποίο οι μεν κυβερνώντες επισείουν την απειλή εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών του τουρκικού “εθνικού μεγαλείου”, ενώ ο κεμαλιστής αρχηγός της αντιπολίτευσης απευθύνεται στην κουρδική ψήφο και επικαλείται (σε βιντεοσκοπημένο μήνυμα που σημείωσε ρεκόρ θεάσεων) την μειονοτική αλεβιτική του ταυτότητα.

Το πρόβλημα της ομογενοποίησης, σε άλλοτε άλλη βάση, κοσμική ή θρησκευτική, του πληθυσμού της Τουρκικής Δημοκρατίας παραμένει, εκατό χρόνια μετά την ίδρυσή της, πάντοτε ανοικτό, αναγεννώντας ποικίλους αποκλεισμούς και αυταρχισμούς.

Το κυβερνητικό στρατόπεδο αισθάνεται πολύ άνετα με την ανακίνηση “ταυτοτικών πολέμων”, στους οποίους ο Κιλιτσντάρογλου επίσης προσχωρεί προθύμως – στο όνομα μιας περισσότερο πλουραλιστικής, περισσότερο ταιριαστής με τις ανάγκες της νέας γενιάς, λιγότερο πολωμένης και περισσότερο φιλικής προς τη Δύση Τουρκίας. Το γεγονός ότι η αντιπολίτευση δυσκολεύεται να “κάνει τη διαφορά” σε θέματα “σκληρής πολιτικής” και να προσεγγίσει με το πρόγραμμά της τα περισσότερο πληβειακά (και συντηρητικά) κοινωνικά στρώματα εξηγεί αυτή την προτίμηση, αλλά συνιστά και παγίδα. Οι πρόσφατες αποδοκιμασίες κατά του Κιλιτσντάρογλου, ενώ αυτός προσευχόταν στη μνήμη των θυμάτων του σεισμού στο Αντίγιαμαν, το εικονογραφούν χαρακτηριστικά.