Ο Θεόφιλος δεν μπορούσε τα σιωπητήρια

Ο Θεόφιλος Γεωργιάδης είναι ένας σύγρονος ήρωας που αγνοεί ο Ελληνισμός

  Κώστας Βενιζέλος    

Στο ισόγειο του κτιρίου του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, βρισκόταν το γραφείο του Θεόφιλου Γεωργιάδη. Εργαζόταν στον Κλάδο Τουρκικών Θεμάτων. Ένας τεράστιος χάρτης της περιοχής ήταν στον τοίχο για να συνδέει τα όσα διάβαζε, ανέλυε, μετάφραζε. Χάρτης, που περιελάμβανε- όπως πρέπει- το Κουρδιστάν.

Στο γραφείο του στοίβες εφημερίδων, χαρτιά αλλά και αφίσες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Κούρδων. Ήταν συνεχώς σε εγρήγορση και αποφασιστικός. Ήταν ένας άνθρωπος, που τολμούσε με παρρησία να διατυπώσει την άποψη του, να ασκήσει κριτική. Ήταν δημόσιος υπάλληλος και συνήθως αυτή η «ιδιότητα» επιβάλλει σιωπητήριο. Ο Θεόφιλος δεν μπορούσε τα σιωπητήρια, ούτε και προσάρμοζε τις απόψεις του με εκείνες της καθεστηκυίας τάξης.  Ήταν ένας άνθρωπος βαθιά ιδεολόγος, που είχε ένα όραμα, το οποίο αφορούσε την απελευθέρωση της Κύπρου, την απελευθέρωση των λαών από τους κατακτητές. Του λαού της Κύπρου, του Κουρδιστάν, της Παλαιστίνης…

Ο Θεόφιλος Γεωργιάδης δολοφονήθηκε, το βράδυ της 20ης Μαρτίου 1994, έξω από το σπίτι του, στην Αγλαντζιά, από πράκτορες του τουρκικού κράτους. Ανθρώπους, που έδρασαν με εντολές της κατοχικής δύναμης. Εκπρόσωπος της Επιτροπής Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν στην Κύπρο, είχε νωρίς συνδέσει τους δυο αγώνες για απελευθέρωση. Με την έντονη δράση του, τις παρεμβάσεις του επιδίωκε να ξυπνήσει το βαθιά νυχτωμένο σύστημα στην Κύπρο και να διασυνδέσει τους δυο αγώνες. Να ξυπνήσει και τους συμπολίτες τους. Ο κοινός εχθρός, οι κοινοί βηματισμοί, δράσεις, που θα μπορούσαν να γίνουν για την απελευθέρωση, ήταν μια δυνατότητα και ένας σχεδιασμός για τον οποίο εργάσθηκε ο Θεόφιλος συστηματικά και μεθοδικά. Επιστράτευσε όλα τα επιχειρήματα για να πείσει, να ανατρέψει παγιωμένες αντιλήψεις, πολιτικές προσαρμογής και υποταγής. Τα έλεγε και δημόσια, έγγραφε σημειώματα.

Η δράση του προκαλούσε την έντονη αντίδραση των Τούρκων, ενοχλούσε και κάποιους στις ελεύθερες περιοχές, που δεν ήθελαν να ταράξουν τα… λιμνάζοντα νερά. Εκείνοι, οι οποίοι πάντα στήριζαν τις πολιτικές τους στην «ανάγκη» να μην ενοχληθούν οι Τούρκοι και χαλάσει το «καλό κλίμα»! Είναι οι γνωστοί οπαδοί της διακηρυκτικής ακινησίας. Υποστηρίζουν το ανέφικτο, που εδραιώνει τα κατοχικά δεδομένα. Επέμεναν και επιμένουν σε αδιέξοδες πορείες.

Ο Θεόφιλος ήταν ένα βήμα μπροστά, κοίταζε την μεγάλη εικόνα, αυτά που τα τελευταία χρόνια αναδεικνύονται μέσα από γεωπολιτικές αναλύσεις και τονίζεται η ανάγκη για την αξιοποίηση διαφορετικών συμφερόντων και επιδιώξεων. Δεν ήταν μόνο ένας ακτιβιστής, αγωνιστής, είχε μελετήσει τη στρατηγική διάσταση και οδηγήθηκε σε συμπεράσματα, τα οποία διαμόρφωσε πολιτικά. Είχε άποψη και προτάσεις, τις οποίες κατέγραφε. Γι αυτό και ενοχλούσε. Γι΄ αυτό και πήραν την απόφαση να τον σκοτώσουν. Ο Θεόφιλος γνώριζε ότι κινδύνευε. Είχε προειδοποιηθεί.

Μια εβδομάδα πριν τη δολοφονία του, είχε μεταβεί στις Βρυξέλλες για να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο για τον κουρδικό αγώνα. Εκεί ήταν για τον ίδιο λόγο και ο Βάσος Λυσσαρίδης. Είχαν συζητήσει τα θέματα αυτά. Αμφότεροι είχαν προειδοποιηθεί ότι κινδύνευαν. Ο Λυσσαρίδης φρόντισε μετά την επιστροφή του να συζητήσει ξανά το θέμα και να βοηθήσει τον Θεόφιλο. Οι κρατικές υπηρεσίες της Κύπρου είχαν, όπως αναφέρθηκε, στοιχεία για κάποιες κινήσεις εναντίον τους από τις τουρκικές υπηρεσίες. Οι πληροφορίες υπήρξαν, διαβιβάσθηκαν, το γιατί δεν προστάτευσαν τον Θεόφιλο και μόνο ο ίδιος ελάμβανε μέτρα, είναι ένα μεγάλο θέμα, που δεν απαντήθηκε ποτέ.

Εκείνο το βράδυ της 20ης Μαρτίου 1994,  βράδυ της Κυριακής, λίγο μετά τις 10, οι πράκτορες των Τούρκων, με πιστόλι 9 χιλιοστών, τον δολοφόνησαν. Δεν πίστευαν προφανώς ότι το Κίνημα, η Επιτροπή, θα σταματούσε τη δράση, αλλά γνώριζαν πως το μεγάλο εμπόδιο ήταν ο Θεόφιλος.

Όπως είχε γράψει ο δημοσιογράφος και συναγωνιστής του, Λάζαρος Μαύρος, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης υπήρξε ακριβώς αυτό: Η καθημερινή δραστήρια συμμετοχή στην υπηρεσία του απελευθερωτικού αγώνα. Σε μια εποχή όπου ακόμη κι η αναφορά στον αγώνα της απελευθέρωσης χλευάζεται, κατηγορείται κι απομονώνεται από τους κρατούντες ως επικίνδυνη συμπεριφορά.