Στο λιμάνι Σφαξ της Τυνησίας, καθόμουν πρόσφατα με μια ομάδα ανδρών σε ένα αμμώδες, ανεμοδαρμένο πάρκο. Καθώς ο ήλιος έδυε, κάποιος έβαλε το καπάκι του μπουκαλιού του στο έδαφος, ρίχνοντας μια πολύτιμη “μερίδα” νερό για μια αδέσποτη γάτα που γλίστρησε προς το μέρος του. Οι άνδρες, που κατάγονταν από το Νταρφούρ, εξηγούσαν ότι είχαν γλιτώσει από αυτό που αποκαλούσαν “νέα γενοκτονία στο Σουδάν”. Είδαν ενόπλους να καίνε σπίτια, μερικές φορές ολόκληρα χωριά και διέφυγαν για να σώσουν τη ζωή τους.
Υπάρχουν δεκάδες – ίσως εκατοντάδες – Σουδανοί που μένουν αυτή τη στιγμή στο συγκεκριμένο πάρκο στο Σφαξ και χιλιάδες σε όλη την πόλη. Κοιμούνται σε χαρτόκουτα ή σε στρώματα, εάν είναι τυχεροί. Συλλογίζονται τη μοίρα τους, κουβεντιάζουν ήσυχα για τις εμπειρίες τους και αναρωτιούνται πού μπορούν να βρουν φαγητό. Κυρίως, περιμένουν: χρήματα από συγγενείς ή φίλους ή μια δουλειά που θα μπορούσε να τους επιτρέψει να συγκεντρώσουν 2.000 δηνάρια Τυνησίας ή 647 δολάρια, προκειμένου να αγοράσουν μια θέση σε ένα σκάφος, μαζί με μια ευκαιρία να δραπετεύσουν. Όλοι όσοι συνάντησα στο Σφαξ – το οποίο απέχει περίπου 80 μίλια από το ιταλικό νησί Λαμπεντούζα – ήθελαν να διασχίσουν τη Μεσόγειο για την Ευρώπη. Όλοι ήξεραν ότι θα μπορούσαν να πεθάνουν κατά την απόπειρά τους.
Ακόμη κι έτσι, ο κόσμος φεύγει καθημερινά. Μερικοί στέλνουν χαρούμενα μηνύματα από την Ιταλία. Άλλοι ξεβράζονται νεκροί κατά μήκος της ακτής. Το σαββατοκύριακο που βρισκόμουν στο πάρκο, βυθίστηκαν τρία πλοία, με απολογισμό 80 νεκρούς ή αγνοούμενους. Δέκα πτώματα βρέθηκαν σε κοντινές παραλίες. Την περασμένη εβδομάδα, 41 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μετά από ναυάγιο στα ανοικτά των ιταλικών ακτών.
Οι μαζικοί θάνατοι έχουν καταστεί κανονικότητα εδώ και καιρό στα σύνορα της Ευρώπης. Περισσότεροι από 27.800 άνθρωποι έχουν πεθάνει ή εξαφανιστεί στη Μεσόγειο Θάλασσα από το 2014 – και αυτό είναι πιθανότατα μια μεγάλη υποεκτίμηση του πραγματικού αριθμού τους. Το 2023 εξελίσσεται σε ιδιαίτερα θανατηφόρο. Πάνω από 2.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους προσπαθώντας να φτάσουν στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 600 οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους όταν ένα πλοίο ανατράπηκε στα ανοικτά των ακτών της Ελλάδας τον Ιούνιο. Έτσι μοιάζει μια κρίση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ηθικής και, κυρίως, παγκόσμιας ανισότητας.
Όσοι συγκεντρώνονται στην Τυνησία, βασική πλέον χώρα αναχώρησης από τη βόρεια Αφρική στον δρόμο μετανάστευσης προς την Ευρώπη, έχουν πολλά διαφορετικά υπόβαθρα. Γνώρισα ανθρώπους από την Μπουρκίνα Φάσο, τη Γκάμπια, τη Σενεγάλη, τη Νιγηρία, τη Σομαλία, την Ερυθραία και τη Λιβερία. Κάποιοι, όπως οι Νταρφούριοι, είναι πιθανό να λάβουν διεθνή προστασία και καθεστώς πρόσφυγα εάν καταφέρουν να φτάσουν σε μια ασφαλή χώρα. Άλλοι πιθανότατα δεν θα λάβουν – απλώς ξεφεύγουν από τη διαφθορά και την ενδημική φτώχεια, μέρη όπου η υγειονομική περίθαλψη είναι ισχνή και τα παιδιά πεθαίνουν από ασθένειες που μπορούν να προληφθούν. Αναζητούν ευκαιρίες και κάθε πιθανή εκδοχή μιας σταθερής ζωής. Προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από πρώην ευρωπαϊκές ή βρετανικές αποικίες.
Συνάντησα ανθρώπους που έχουν ζήσει στην Τυνησία για χρόνια, ωστόσο έχουν χάσει τη δουλειά τους και διώκονται μετά από σχόλια του προέδρου της χώρας, Kais Saied. Τον Φεβρουάριο, ο κ. Saied ισχυρίστηκε ότι οι Αφρικανοί της υποσαχάριας Αφρικής αποτελούν μέρος μιας εγκληματικής απόπειρας “για την αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης της Τυνησίας”, πυροδοτώντας ένα κύμα κακοποιήσεων και διώξεών τους.
Αυτό δεν εμπόδισε την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιδιώξει μια συμφωνία με τον κ. Saied για τον περιορισμό της μετανάστευσης: σε αντάλλαγμα για τη “διαχείριση των συνόρων”, η ΕΕ θα παράσχει στην Τυνησία 118 εκατομμύρια δολάρια και θα δεσμευτεί να της παράσχει και πρόσθετη βοήθεια. Για τους Ευρωπαίους ηγέτες, η βαρβαρότητα της Τυνησίας -στις αρχές Ιουλίου, περισσότεροι από 1.000 Αφρικανοί της υποσαχάριας περιοχής συγκεντρώθηκαν από το Σφαξ και πετάχτηκαν στα σύνορα της Λιβύης χωρίς φαγητό και νερό- μπορεί να έχει μικρότερη σημασία από την προθυμία της να συνεργαστεί μαζί τους.
Καθισμένη σε στρώματα κάτω από μια ελιά στο Σφαξ, η 30χρονη Aisha Bangura από τη Σιέρα Λεόνε αφαιρούσε ψείρες από τα μαλλιά μιας φίλης της. Έδειχνε τη μικρή της κόρη, η οποία έπαιζε στην άμμο με άλλα τέσσερα παιδιά, χρησιμοποιώντας άδεια κουτάκια από φαγητό ως παιχνίδια. Η κυρία Bangura ανέφερε ότι ο σύζυγός της πέθανε στην έρημο της Λιβύης, την οποία διέσχιζαν για εννέα συνεχόμενες ημέρες. Πίσω στη Σιέρα Λεόνε, μια χώρα όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 461 δολάρια πέρυσι, η κ. Bangura κάποτε πουλούσε πορτοκάλια, ωστόσο έπεσε έξω στη δραστηριότητά της. “Δεν είχα δουλειά”, εξήγησε. “Δεν είχα χρήματα για να συνεχίσω αυτή τη δραστηριότητα”.
Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κατάσταση στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής έχει επιδεινωθεί, κυρίως από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ζώντας στη βόρεια Ουγκάντα κατά τη διάρκεια των πρώτων lockdown, είδα πόσο γρήγορα οι άνθρωποι άρχισαν να λιμοκτονούν καθώς οι πενιχρές οικονομίες τους εξατμίζονταν. Πέρυσι, στη Σιέρα Λεόνε, παρακολούθησα την κρίση κόστους ζωής να οδηγεί σε αιματηρές διαμαρτυρίες. Η κλιματική αλλαγή τα κάνει όλα χειρότερα. Στον Νίγηρα, επιδείνωσε τον υποσιτισμό. Στη Σομαλία, συνέβαλε σε έναν (σχεδόν) λιμό.
Μπροστά σε τέτοια δεινά, ο πλούσιος κόσμος σκληραίνει τα σύνορά του. Στη Βρετανία, η κυβέρνηση ψήφισε ένα δρακόντειο νομοσχέδιο που εμποδίζει τους πρόσφυγες να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους σε διεθνή προστασία και σχεδιάζει να στεγάσει τους αιτούντες άσυλο σε πλωτή φορτηγίδα. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μιλούν για “σπάσιμο του επιχειρηματικού μοντέλου των δουλεμπόρων”, ωστόσο η ρητορική τους αγνοεί το γεγονός ότι οι δουλέμποροι απλώς καλύπτουν μια ανάγκη. Σε αντίθεση με εμένα, μια Ευρωπαία που πέταξε χωρίς βίζα από την Ιρλανδία στην Τυνησία, δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος για πολλούς Αφρικανούς να ταξιδέψουν στην αντίθετη κατεύθυνση.
Η συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση επικεντρώνεται συνήθως στο πώς να κρατηθούν εκτός οι μη προνομιούχοι, αντί να θέτει ευρύτερα, ίσως πιο υπαρξιακά ερωτήματα. Μπορούμε, στη Δύση, να ισχυριζόμαστε ότι πιστεύουμε στα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ ουσιαστικά συγχωρούμε την καταπάτησή τους στα σύνορά μας; Νιώθουμε άνετα με τα εγκλήματα που διαπράττονται για να εμποδίσουν τους ανθρώπους να φτάσουν στις περιοχές μας; Και οι άνθρωποι που προέρχονται από χώρες που οι δικές μας εκμεταλλεύονταν για αιώνες δεν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να επωφεληθούν κι εκείνοι από εμάς;
Η μετανάστευση – και η αντίδραση της Δύσης σε αυτήν – είναι μια από τις πιο σημαντικές ιστορίες της εποχής μας. Αυτή τη στιγμή, είναι μια ιστορία καταστροφής και θανάτου, σκληρότητας και συνενοχής. Πρέπει επειγόντως να βρούμε μια καλύτερη προσέγγιση.
*Η Sally Hayden είναι η συγγραφέας του βιβλίου “My Fourth Time, We Drowned: Searching Refuge on the World’s Deadliest Migration Route” και ανταποκρίτρια στην Αφρική για τους The Irish Times.
Capital.gr